- οσμομετρικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οσμομέτρηση: Οσμομετρική έρευνα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
οσμομετρικός — (I) ή, ό [οσμομετρία / οσμόμετρο] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οσμομετρία ή στο οσμόμετρο. (II) ή, ό βλ. ωσμομετρικός … Dictionary of Greek